βαπτισθέντα

βαπτισθέντα
βαπτίζω
dip
aor part pass neut nom/voc/acc pl
βαπτίζω
dip
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρίσμα — Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”